- κηπευτικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στην καλλιέργεια του κήπου: Κάνει κηπευτικές δουλειές.2. το θηλ., κηπευτική ως ουσ. σημαίνει την τέχνη του κηπουρού: Είναι ειδικός στην κηπευτική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.